- μειαγωγώ
- μειαγωγῶ, -έω (Α) [μειαγωγός]1. πηγαίνω το αρνί, που πρόκειται να θυσιαστεί, στους φράτορες για ζύγισμα2. θυσιάζω3. είμαι λιποβαρής4. ζυγίζω, ζυγοστατώ5. μετρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμειαγώγητος — ἀμειαγώγητος, ον (Μ) [μειαγωγῶ] αζύγιστος … Dictionary of Greek
μειαγώγησις — μειαγώγησις, ἡ (Μ) [μειαγωγώ] μείωση, εξασθένηση … Dictionary of Greek